κουμινικός

κουμινικός
-ή, -ό
φρ. χημ. α) «κουμινικό οξύ» — κυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, παράγωγο τού κουμολίου
β) «κουμινική αλκοόλη» — κυκλική ένωση, αρωματική μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κουμολίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cuminic < cumin < μσν. αγγλ. comin < αρχ. αγγλ. cymen, συγγενές με αρχ. άνω γερμ. kumĩn < λατ. cuminum < κύμινον) + κατάλ. -ic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”